- συνεξαπατώ
- -άω, Α1. εξαπατώ μαζί ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Συνεξαπατῶντίτλος κωμωδίας τού Βάτωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 … Dictionary of Greek